ἱστιόκωπος

ἱστιόκωπος
ἱστιό-κωπος (sc. ναῦς), ,
A with oars and sails, a type of boat, Gell. 10.25.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιστιόκωπος — ἱστιόκωπος, ἡ (Α) (ενν. ναυς) είδος πλοίου που χρησιμοποιεί ιστία και κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + κωπος (< κώπη), πρβλ. σιδηρό κωπος, φιλό κωπος] …   Dictionary of Greek

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”